- καταστιβαδεύομαι
- καταστιβαδεύομαι (Μ)(αποθ.) βρίσκομαι πάνω σε κουβέρτες, κατάκειμαι πάνω σε στρώμα από άχυρα, σε κρεβάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στιβαδεύω / -ομαι «χρησιμεύω ως στρώμα» (< στιβάς, -άδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.